- προσέχω
- ΝΜΑ1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.)2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά δεν τόν πρόσεξα» β. «προσοχὼν εὐφυῆ τὸν νεανίσκον», Παλλάδ.)3. βλέπω με συμπάθεια, διάκειμαι ευμενώς (α. «πάντα μέ πρόσεχε ο δάσκαλός μου» β. «ἐπὶ δὲ Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῑς θυσίαις αὐτοῡ οὐ προσέσχε», ΠΔ)4. αφοσιώνομαι σε κάτι, επιδίδομαι σε κάτι με επιμέλεια (α. «δεν προσέχει τα παιδιά του» β. «προσεῑχε τε ἤδη μᾱλλον τῷ κατὰ θάλασσαν πολέμῳ», Θουκ.)5. προφυλάσσομαι, φυλάγομαι από κάτι (α. «να προσέχεις μην κρυολογήσεις» β. «προσέχετε ἑαυτοῑς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις», ΚΔ)νεοελλ.1. βλέπω με ερωτικό ενδιαφέρον («δεν τόν πρόσεξε καμιά γυναίκα»)2. αντιλαμβάνομαι την αξία ενός πράγματος, θεωρώ ότι κάτι έχει αξία («όσο ζούσε, το έργο του ελάχιστοι τό πρόσεξαν»)3. επιτηρώ κάποιον με δυσπιστία, είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε κάποιον («να προσέχεις αυτόν τον φίλο σου και να μού πεις τί κάνει»)4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεγμένος, -η, -οεπιμελημένος, φροντισμένος5. (στην προστ.) (ως απειλητική προειδοποίηση) πρόσεχεέχε τον νου σου, να είσαι προσεκτικόςμσν.βλέπω, είμαι στραμμένος προς μια κατεύθυνση («ἐν φωλεῷ... πρὸς ἀνατολὴν προσέχοντι», Επιφάν.)μσν.-αρχ.θεωρώ κάποιον ως... («ὡς στασιασταῑς προσεῑχον αὐτοῑς», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.1. έχω ακόμη, έχω επί πλέον («δεῑ ἄρα καὶ τοῡτο προσέχειν τὸ μάθημα, ὃ ζητοῡμεν πρὸς ἐκείνῳ», Πλάτ.)2. υπολογίζω επί πλέον, συμπεριλαμβάνω στον λογαριασμό («καὶ τὴν οἰκίαν ἐν δισχιλίαις προσέξεις», Δημοσθ.)3. φέρω κάτι προς ένα σημείο («προσῑσχε τὴν ἀσπίδα πρὸς τὸ δάπεδον τῆς πόλεως», Ηρόδ.)4. προτείνω, προσφέρω σε κάποιον («αὐτή τ' ἐπισχεῑν μαστὸν τὠνείρατι», Αισχύλ.)5. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επιθέτω («προσέχειν χλιάσματα», Ιπποκρ.)6. (για πρόσ.) οδηγώ κάποιον κάποιου («τίς σ', ὦ τέκνον, προσέσχε, τίς προσήγαγε χρεία;», Σοφ.)7. (για πλοίο) προσεγγίζω σε έναν τόπο, αράζω (α. «προσχόντες τὰς νέας ἀπέβησαν ἐς τὸν αἰγιαλόν», Ηρόδ.β. «ἐπείτε τάχιστα πρὸς τὴν Σίφνον προσίσχον οἱ Σάμιοι», Ηρόδ.)8. στρέφω κάτι προς ένα σημείο («καὶ χρονίζοντος πατρὸς παῑδες προσέσχον ὄμμ'», Ευρ.)9. οξύνομαι συνεχώς, μεγαλώνει η ένταση μου («ἡ νοῡσος προσέχει», Ιπποκρ.«ἡ ὀδύνη προσέχει», Ιπποκρ.)10. μέσ. προσέχομαια) είμαι πιασμένος από κάπου, προσκολλώμαι κάπου («οἱ πολύποδες οὕτω προσέχονται ὥστε μὴ ἀποσπᾱσθαι», Αριστοτ.) β) συνδέω την τύχη μου, αναμιγνύομαι ενεργά σε κάτι11. φρ. α) «προσέχω τὸν νοῡν [τὴν γνώμην, τὴν διάνοιαν]» — έχω στραμμένη την προσοχή μουβ) «προσέχω νηΐ» — προσεγγίζω με το πλοίο, αράζω.
Dictionary of Greek. 2013.